- διαδέκτωρ
- διαδέκ-τωρ, ορος, ὁ,A inheritor,
καμάτου Man.4.223
.II [voice] Pass. as Adj., πλοῦτος δ. inherited wealth, E.Ion478.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμάτου Man.4.223
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαδέκτωρ — ( ορος), ο (Α) [διαδέχομαι] 1. κληρονόμος, διάδοχος 2. αυτός που προέρχεται από κληρονομιά … Dictionary of Greek
διαδέκτορα — διαδέκτωρ inheritor masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδέκτορας — διαδέκτωρ inheritor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)